όρπαξ

όρπαξ
(I)
ὄρπαξ, -ακος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (πιθ. αιολ. τ. τού ἅρπαξ) «θρασὺς ἄνεμος».
————————
(II)
ὄρπαξ, -ακος, ὁ (Α)
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄρπηξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὄρπαξ — ὄρπᾱξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρπηξ — ὄρπηξ, ηκος, ὁ (ΑΜ, Α αττ. τ. ὅρπηξ, αιολ. και δωρ. τ. ὄρπαξ) 1. νεαρός βλαστός, κλωνάρι ή μικρό δένδρο 2. μτφ. απόγονος αρχ. 1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από νεαρούς βλαστούς ή από μικρά δέντρα, όπως λ.χ. είναι η βουκέντρα 2. λόγχη, δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”